Σάββατο 21 Απριλίου 2018

 

Ιούλιος - Αύγουστος 1974 : Η τουρκική απόβαση, στην Κύπρο, που εξελίχθηκε σε αποβίβαση.

(Από την προδοσία της στρατιωτικής ηγεσίας, στην υποκριτική "απολογία" του Henry Kissinger και στο διχοτομικό σχέδιο του Helmut Sonnenfeldt).

20/7/1974 : Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αποβιβάζονται στην περιοχή της Κυρήνειας. Η Κύπρος οδηγείται στην διχοτόμηση, εν ψυχρώ και επί σκοπώ...

Όταν κάποιος φέρει στον νου του την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πριν από 40 χρόνια και την δει, ως αποτέλεσμα μιας αεροναυτικής στρατιωτικής επιχείρησης, της οποίας ο κύριος και πιο κρίσιμος παράγοντας ήταν το ναυτικό της κομμάτι, δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί, από την απίστευτη ευκολία, με την οποία αυτό το σκέλος της όλης επιχείρησης των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων διεκπεραιώθηκε.

Η έκπληξη του όποιου παρατηρητή αυτής της πολύπλοκης και εκ των πραγμάτων δύσκολης στρατιωτικής επιχείρησης μεγαλώνει, από το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός εκείνης της εποχής δεν είχε καμμία εμπειρία, γύρω από την διεξαγωγή τέτοιων επιχειρήσεων, αφού ο μόνος στρατός, που έχει τέτοια εμπειρία είναι ο αμερικανικός, ενώ η αλήθεια είναι ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν, επίσης, καμμία πολεμική εμπειρία, από την εποχή της νίκης τους, στα εδάφη της Μικράς Ασίας, την περίοδο 1921 - 1922 - με μόνη εξαίρεση την συμμετοχή ενός μικρού εκστρατευτικού σώματος, στον πόλεμο της Κορέας, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Και όμως, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τα κατάφεραν. Μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν, στις 20 Ιουλίου 1974 και τις επόμενες ημέρες, μέχρι την καταστροφική και εκ των πραγμάτων, προδοτική εκεχειρία της 23/7/1974, την οποία συμφώνησε ο αρχηγός του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Henry Kissinger (!), μιαν αεροναυτική απόβαση στην Κύπρο, που πραγματοποιήθηκε εύκολα, και πέτυχε την δημιουργία ενός μικρού προγεφυρώματος, αν και υπήρξε, αρχικά, ασταθές, αφού, μέχρι την ημέρα της εκεχειρίας, οι δυνάμεις που εισέβαλαν, στο νησί, δεν είχαν καταφέρει να αποσπάσουν εκείνα τα εδάφη, που θα μπορούσαν να το καταστήσουν βιώσιμο. Αυτό το κατάφεραν, κατά την περίοδο, που ακολούθησε, μετά την ολέθρια, για τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, εκεχειρία των Αθηνών, στην οποία η κυβέρνηση του Bulent Ecevit συμφώνησε, αλλά, φρονίμως, πράτουσσα, δεν ετήρησε. Ο παρακάτω χάρτης περιγράφει του λόγου το αληθές :

Ο χάρτης αυτός, που απεικονίζει την εξέλιξη των τουρκικών εδαφικών κατακτήσεων, από την 20η Ιουλίου 1974, δηλαδή την ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, είναι ο χάρτης, υπ' αριθμ. 9 και σχεδιάστηκε, στις 13 Αυγούστου 1974, από την αμερικανική CIA, δηλαδή από τα μέλη της ομάδας Βureau of Ιntelligence and Research, σε συνεργασία, με την νομική ομάδα του Henry Kissinger, της οποίας ηγείτο ο Helmut Sonnenfeldt.

Βέβαια, ο χάρτης αυτός δεν απεικονίζει, απλώς, την επικρατούσα κατάσταση, επί του κυπριακού εδάφους, κατά την ημέρα, που σχεδιάστηκε. Απεικονίζει, επακριβώς και την εξέλιξη των τουρκικών κατακτήσεων, που ακολούθησαν, μετά την τρίτη φάση της τουρκικής εισβολής, η οποία ξεκίνησε, στις 14 Αυγούστου 1974, μία ημέρα, μετά τον σχεδιασμό του χάρτη αυτού, ύστερα, δηλαδή, από την σκοπούμενη και μεθοδευμένη, από την τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία, κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης, την οποία κατάρρευση οι Η.Π.Α. του Χένρυ Κίσσινγκερ αποδέχτηκαν, πλήρως.

Το πως και το γιατί συνέβησαν όσα συνέβησαν, όλα αυτά εξηγούνται, από τον Χέλμουτ Σόννενφελντ, στο ενημερωτικό σημείωμά του, που συνέταξε την επόμενη, του σχεδιασμού του χάρτη, ημέρα, δηλαδή την 14/8/1974, την ημέρα, που πραγματοποιήθηκε η τρίτη φάση της τουρκικής εισβολής. Το σημείωμα αυτό και ο παραπάνω χάρτης, σώθηκαν, αν και όλα αυτά ήσαν απόρρητα έγγραφα, προς καταστροφή. Ήσαν, δηλαδή, έγγραφα, τα οποία ο αποδέκτης τους θα έβλεπε και στην συνέχεια, θα κατέστρεφε. Πράγματι, οι οκτώ, από τους εννέα χάρτες, που σχεδίασε η CIA, καταστράφηκαν. Ο ένατος και το σημείωμα του Σόννενφελντ δεν καταστράφηκαν. Ο Χένρυ Κίσσινγκερ τα κράτησε - ίσως από αμέλεια, ίσως επειδή ήθελε να αφήσει, καθαρά, πίσω τα ίχνη του, ως προς την καθοριστική συμμετοχή του, στα ιστορικά δρώμενα (με πιθανότερη εκδοχή την δεύτερη). Αυτά τα ντοκουμέντα είναι που βρήκε ο Μιχάλης Ιγνατίου, ψάχνοντας, στα αμερικανικά αρχεία και τα δημοσιοποίησε, στο βιβλίο, που συνέγραψε, μαζύ με τον Κώστα Βενιζέλο, με τίτλο : "Τα μυστικά αρχεία του Kissinger".

Ας δούμε το σημείωμα αυτό, το οποίο είχε, ως αποδέκτη τον ίδιο τον Henry Kissinger :

"Τίποτε από ό,τι δύναμαι να σκεφθώ δεν θα σταματήσει τους Τούρκους από το να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν, με την βία, όσα απαίτησαν στα τελεσίγραφά τους. Ουσιαστικά, όπως ήταν, έτσι κι αλλιώς, η αλήθεια, η μόνη πιθανή βιώσιμη λύση (modus vivendi) θα πρέπει να βασισθεί σε μια, de facto, διαίρεση του νησιού, όποια και αν είναι η μορφή της. Εάν οι Τούρκοι κινηθούν γρήγορα και μετά υποχρεωθούν να υποχωρήσουν, ίσως προκληθεί ελληνική αντίδραση και τότε, ίσως, να μας δοθεί η ευκαιρία να προσπαθήσουμε, για μια συμφωνία (η οποία, ίσως, θα σώσει και τον Καραμανλή).

Καθώς οι Σοβιετικοί μπορούν να λειτουργήσουν, ως φόβητρο, πρέπει να τους κρατήσουμε, σε απόσταση. Δεν μπορεί να μετατραπούν, σε διαιτητές μεταξύ συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα συμφέροντά τους διαφέρουν, ριζικά, από τα δικά μας. Εμείς επιθυμούμε ένα modus vivendi, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ αυτοί θέλουν μιαν αδέσμευτη Κύπρο, και προτιμούν, είτε την Ελλάδα, είτε την Τουρκία, ή και τις δύο μακριά, από το ΝΑΤΟ.

Έτσι, θα πρέπει:
Να προσπαθήσουμε, επειγόντως, να σταματήσουμε την ελληνική αντίδραση, τουλάχιστον, για 24 ώρες.
Να ξεκαθαρίσουμε στους Τούρκους ότι πρέπει να σταματήσουν σήμερα, ή το αργότερο αύριο.
Να προειδοποιήσουμε τους Τούρκους ότι η Ελλάδα κινείται, ταχύτατα, προς τα αριστερά.
Να στείλουμε έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο, στην Αθήνα, για να ασκεί συνεχή και άμεση πίεση, στον Καραμανλή.
Με δεδομένο ότι οι Τούρκοι θα καταλάβουν, γρήγορα, την Αμμόχωστο, να διαβεβαιώσετε, ιδιωτικά, τους Τούρκους ότι θα τους εξασφαλίσουμε λύση, που θα περιλαμβάνει το 1/3 του νησιού, στο πλαίσιο κάποιου διακανονισμού ομοσπονδιακής φύσεως.

Να διαβεβαιώσουμε τους Έλληνες ότι θα περιορίσουμε τις τουρκικές απαιτήσεις και δεν θα επιτρέψουμε άλλους εγκλωβισμένους, κ.λ.π.

Δεν πρέπει να εμπλακείτε άμεσα. Αφήστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Αφού γίνει αυτό, πρέπει να το κάνετε (να εμπλακείτε) διότι δεν υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα, αφού μόνο εμείς έχουμε το βάρος (να πράξουμε κάτι τέτοιο)".

Όπερ και εγένετο.

Η διχοτόμηση της Κύπρου (de jure, ή de facto), ήταν, ανέκαθεν, η βασική και κύρια επιδίωξη των Η.Π.Α. Οι Αμερικανοί δεν είχαν καμμία διάθεση να σταματήσουν τους Τούρκους. Ούτε τον Ιούλιο, ούτε τον Αύγουστο του 1974. Αυτό το σημείωμα του Σόννενφελντ προς τον Κίσσινγκερ, ξεκαθαρίζει, πλήρως, την τρέχουσα και την γενικότερη στρατηγική πολιτική της αμερικανικής πολιτικής ελίτ - ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων, ως μια πολιτική διχοτόμησης του νησιού. Αυτή η πολιτική της κυπριακής διχοτόμησης, υπήρξε η ανεπίσημη, αλλά, παράλληλα και η πραγματική πολιτική των Η.Π.Α., στο Κυπριακό, από τότε, που αυτό γεννήθηκε, ως πρόβλημα, αμέσως, μετά την ίδρυση του κυπριακού κράτους.

Ο Κίσσινγκερ, απλώς, ήταν εκείνος, που έφερε, εις πέρας, αυτή την πολιτική, έχοντας, ως δεδομένη την εθελοδουλεία εκείνων, που ελάμβαναν τις αποφάσεις στην Αθήνα. Και αυτή η εθελοδουλεία ήταν δεδομένη, κατά την εποχή της πρώτης φάσης της εισβολής, αφού ολόκληρη η στρατιωτική ηγεσία και ο αφανής δικτάτορας ήσαν όργανα, συνεργάτες και πράκτορες της CIA.

Στην συνέχεια, η εθελοδουλεία αντικαταστάθηκε και συνυπήρξε με την παθητικότητα, σε συνδυασμό, με την αδυναμία και την ανικανότητα, όσων διαδέχτηκαν το δικτατορικό καθεστώς, μετά την αλλαγή φρουράς, που έγινε, στην Αθήνα, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, όταν τα μέλη της επίσημης στρατιωτικής ηγεσίας (Γρηγόριος Μπονάνος, Δημήτριος Γαλατσάνος, Πέτρος Αραπάκης, Αλέξανδρος Παπανικολάου) και ο πρόεδρος του δικτατορικού καθεστώτος στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, με την αποδοχή και του αποκαλούμενου "αόρατου δικτάτορα" Δημήτριου Ιωαννίδη, παρέδωσαν την κυβέρνηση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή - δηλαδή "στον ηγέτη της εθνικοφρόνου παρατάξεως", όπως φώναξε, αργότερα, κατά την διάρκεια της δίκης των βασανιστών ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος.

Το έργο, που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας, όλοι αυτοί, οι οποίοι ανέτρεψαν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, στις 25/11/1973, την έκταση του οποίου, πιθανότατα, δεν είχαν και οι ίδιοι αντιληφθεί, με την τουρκική εισβολή και την παγίωση της κατάκτησης του 1/3 του εδάφους της Κύπρου, διεκπεραιώθηκε.

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτό που έγινε, δεν ήταν μια απόβαση. Ήταν μια αποβίβαση. Το παραπάνω βίντεο είναι, αρκετά, αποκαλυπτικό.

Οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις δεν βρήκαν, απέναντί τους, καμμία ουσιώδη αντίσταση. Παρά το γεγονός ότι το πιο αδύνατο σημείο μιας τέτοιας κλίμακας στρατιωτικής επιχείρησης βρίσκεται, στην μεταφορά του κύριου όγκου των δυνάμεων μιας εισβολής, από την μια ακτή, στην άλλη, οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις, από την Μερσίνα, πέτυχαν να μεταφέρουν όλον αυτόν τον όγκο - τον στρατό και το πολεμικό υλικό -, στην Κυρήνεια, χωρίς την παραμικρή απώλεια, αφού ουδείς βρέθηκε, στον δρόμο τους, ενώ η αντίσταση, στην ακτή, η οποία ήταν το δεύτερο κρίσιμο σημείο, στην όλη επιχείρηση, υπήρξε, από υποτυπώδης, έως ανύπαρκτη.

Το τραγικό, στην όλη υπόθεση είναι ότι η τουρκική εισβολή μπορούσε να αντιμετωπισθεί και να αποτραπεί. Ο τουρκικός στόλος, στις 20/7/1974 και μετέπειτα, μπορούσε να καταβυθισθεί. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, διότι οι ελληνικές αεροναυτικές δυνάμεις και κυρίως τα υποβρύχια, που είχαν την υπεροχή, στον θαλάσσιο χώρο, αν και αρχικά, εστάλησαν, για να αντιμετωπίσουν την τουρκική ναυτική αποβατική δύναμη, ανακλήθηκαν, από την στρατιωτική ηγεσία, με φυσικό αυτουργό τον ναύαρχο Πέτρο Αραπάκη, όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις και τον πτέραρχο Αλέξανδρο Παπανικολάου, όσον αφορά τις αεροπορικές.

Η βύθιση του τουρκικού στόλου θα απέτρεπε την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων και του βαρύτατου πολεμικού υλικού, που τα συνόδευε. Η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση θα είχε αποτύχει και φυσικά, η γενίκευση του πολέμου θα ήταν το επόμενο βήμα, στην όλη υπόθεση, αφού ο τουρκικός στρατός δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί μια τέτοια ταπεινωτική ήττα, στην Κύπρο, χωρίς να προσπαθήσει να αντισταθμίσει τις απώλειες.

Βέβαια, όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα αποτολμούσαν εισβολή, στην Κύπρο, εάν ο 6ος Στόλος των Η.Π.Α. αφηνόταν να καταπλεύσει, στην θαλάσσια περιοχή Κύπρου και Τουρκίας, κάτι, που είχε ξεκινήσει να κάνει, ύστερα από εντολή του Αμερκανού υπουργού Άμυνας James Schlesinger, μέχρι την στιγμή, που ο διοικητής του Στόλου έλαβε νέα διαταγή, η οποία ανακαλούσε την προηγούμενη και τον διέτασε να αλλάξει πορεία και να απομακρυνθεί από αυτή την περιοχή.

Ο Henry Kissinger είχε κερδίσει την μάχη εξουσίας, στην Ουάσινγκτων και ήταν εκείνος, που επέβαλε την γραμμή, στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., αφού ο εξουθενωμένος, από το σκάνδαλο Watergate - και κοντά στην παραίτηση ευρισκόμενος - πρόεδρος Richard Nixon παρέδωσε τα κλειδιά της ακολουθητέας πολιτικής, στα εξωτερικά ζητήματα, σε αυτόν.

Και φυσικά, όπως είπαμε, οι προτεραιότητες του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών ήσαν δύο :
Η αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου και η διχοτόμηση της Κύπρου.
Ως προς το δεύτερο ο Χένρυ Κίσσινγκερ, έκανε τον ανήξερο. Μπορούμε να δούμε την περίφημη τοποθέτησή του (η οποία συνιστά μια απολογία του, η οποία, βέβαια, είναι γεμάτη, από ψέματα) :

Αίθουσα διασκέψεων του υπουργού - Δευτέρα 5 Αυγούστου 1974.

Η συνεδρίαση συγκλήθηκε στις 10:50 π.μ. και προήδρευσε ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσσινγκερ. Συμμετείχαν οι κύριοι: Ίνγκερσολ, Σίσκο, Μο, Μπράουν, ΜακΚλόσκι, Ντούεμλιν, Σόννενφελντ, Μάλκαχι, Μπλέικ, Φόλεϊ, Κιούμπις, Σλόντεμαν, Μπόουντλερ, Χάμελ, Στάμπλερ, Λοουενστάιν, Σμιθ, Άρμιταζ, Άθερτον, Λέινγκεν, Σόμπερ, Σόντερς, Μπαρτόλομιου, Λορντ, Κόντος, Βεστ,Χάιλαντ, Γκέιμον, Έντερς.

"Henry Kissinger : Συγκάλεσα αυτή τη συνεδρίαση ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε μια ανασκόπηση της κατάστασης στην Κύπρο, όπως την είδα από το γραφείο μου, για να σας μεταφέρω μια αίσθηση για το τι νόμιζα
ότι έκανα και να σας αναφέρω την εκτίμησή μου για την επίδοση του υπουργείου κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης και επίσης για να βγάλω μερικά γενικά συμπεράσματα για το υπουργείο και τη διαδικασία παραγωγής πολιτικής. Οποιαδήποτε πολιτική απόφαση πρέπει να έχει αρκετές πλευρές.
Πρώτα απ' όλα, πρέπει να βασίζεται σε μια εκτίμηση της κατάστασηςκαι ευελπιστώ αυτή να είναι ακριβής.
Δεύτερον, πρέπει να σχετίζεται με τη στρατηγική για το τι επιθυμούν να επιτύχουν οι ΗΠΑ.
Τρίτον, οι ΗΠΑ πρέπει να είναι, σε θέση να εφαρμόσουν την στρατηγική τους.
Τέταρτον, πρέπει να έχει μια γραφειοκρατική συνιστώσα, δηλαδή πρέπει να γίνεται αντιληπτό από το κοινό και από τους άλλους ότι εκείνοι που διεξάγουν την πολιτική γνωρίζουν τι κάνουν, εφόσον το κοινό πιθανώς δεν μπορεί να ξέρει όλες τις ενέργειες, που θα γίνουν, και συνεπώς εκείνοι που θέλουν να διεξάγουν εθνική πολιτική έχουν μια απόλυτη εθνική υποχρέωση να συμβάλλουν, στην δημόσια εμπιστοσύνη προς την πολιτική στην οποία συμμετέχουν. Δεν είναι άνθρωποι των εφημερίδων, που σχολιάζουν κάθε πλευρά της πολιτικής.
Τώρα επιτρέψτε μου να σας αναφέρω την αντίληψή μας για τα προβλήματα και μετά ας προχωρήσουμε στο πώς εκτελέσαμε τα καθήκοντά μας.

Ουσιαστικά αιφνιδιαστήκαμε από το πραξικόπημα του πρωινού της Δευτέρας 15ης. (Η Δευτέρα 15 καθιερώθηκε ως η σωστή ημερομηνία.) Σκόπιμα δεν έφερα έναν κατάλογο ελέγχου εδώ , γιατί θέλω να μιλήσουμε για αρχές και όχι για κάθε ενέργεια που έγινε. Έχω ήδη δει πολλά άρθρα που εξηγούν πως «προειδοποιηθήκαμε» από την κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών και διάφορα άλλα πράγματα. Γι' αυτά, μπορώ να πω, απλώς:
Πρώτον, δεν θα υπάρξει ποτέ κρίση στην οποία δεν υπάρχει κάποια χαμηλού επιπέδου αναφορά των υπηρεσιών πληροφοριών και η οποία μπορεί να ανασυρθεί μετά το γεγονός για να αποδείξει ότι υπήρχαν οι πληροφορίες - ιδιαίτερα εφόσον οι αναφορές που λένε το αντίθετο δεν ανασύρονται όταν λαμβάνει χώρα αυτή η συζήτηση.
Δεύτερον, δεν αμφισβητώ ότι υπήρχαν τέτοιες αναφορές της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αλλά μια αναφορά της Υπηρεσίας Πληροφοριών που δεν προκαλεί την προσοχή μου δεν έχει υπόσταση και αποτελεί τρόπο λειτουργίας των ανθρώπων της Υπηρεσίας Πληροφοριών όταν έχουν κάτι που νομίζουν ότι είναι σημαντικό να επισύρουν σε αυτό την προσοχή των ανώτερων διαμορφωτών της πολιτικής, του προέδρου, του υπουργού Εξωτερικών ή οποιουδήποτε άλλου. Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρχαν κάποια καλοκαταρτισμένα έγγραφα γραμμένα στα έγκατα του υπουργείου δεν έχει καμιά συνέπεια όταν κάποιος ασχολείται με τη σοβαρή εθνική πολιτική - και ως προς αυτό υπήρξαν πολλά παραδείγματα, ενώ δεν υπήρχαν «πολλά» αλλά αρκετά παραδείγματα (το ξέσπασμα του πολέμου του Οκτωβρίου είναι άλλο ένα παράδειγμα), που μετά το γεγονός ειπώθηκε ότι υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες. Εάν οι πληροφορίες δεν φτάνουν σ' εμένα, ή στον πρόεδρο, δεν είναι χρήσιμες (και δεν είναι αρκετό να τοποθετούνται στο καθημερινό έγγραφο - πρέπει να μεταφέρονται, με τρόπο που να δείχνει ότι έχουν σημασία).
Συνεπώς, όποιος θέλει να συμβάλλει στην διαμόρφωση της πολιτικής θα έπρεπε να βοηθά στην οργάνωση της πολιτικής του υπουργείου και της εθνικής πολιτικής, έτσι ώστε τέτοιου είδους πράγματα να τραβούν έγκαιρα την προσοχή έτσι, δεν θα αμφισβητήσω το γεγονός τού τι ήταν και τι δεν ήταν γνωστό πριν ούτε νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό, διότι η πλευρά που ενδιαφερόταν περισσότερο, ο Μακάριος, δεν ήξερε, επίσης, ότι επρόκειτο να γίνει πραξικόπημα την Δευτέρα το πρωί και είπε σε εμένα, προσωπικά, ότι έμεινε κατάπληκτος. Πρόκειται για μια διαμάχη, που δεν την θεωρώ ζωτική και δεν θεωρώ το θέμα ζωτικό, διότι είναι αναπόφευκτο να συμβαίνουν απροσδόκητα, συνεπώς το πρόβλημα είναι : Πώς αντιδρά κανείς σε τέτοια γεγονότα.

Όποιος έχει χειριστεί μια κρίση γνωρίζει ότι στα πρώιμα στάδια, υπάρχει ένας όγκος συγκεχυμένων πληροφοριών - και ότι η ισορροπία των πληροφοριών είναι εξαιρετικά ασαφής. Στην πραγματικότητα, δεν είναι φανερό τι συμβαίνει. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζαμε σίγουρα, εάν ο Μακάριος ήταν νεκρός, ή ζωντανός, μέχρι κάποια στιγμή, την Τρίτη, το πρωί. Μέχρι αργά το απόγευμα της Δευτέρας, όλοι λειτουργούσαν, βάσει της υπόθεσης ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Την Δευτέρα, το απόγευμα, λάβαμε την πρώτη αναφορά ότι συστήματα παρακολούθησης των Ισραηλινών είχαν πιάσει μια ραδιοφωνική μετάδοση του Μακάριου και μέχρι το πρωί της Τρίτης, προσπαθούσαμε, με τον Κάλαχαν, να έχουμε την επιβεβαίωση κάποιου, που είχε μιλήσει, όντως, στον Μακάριο. Έτσι, αυτό το ουσιαστικό στοιχείο δεν ήταν καθαρό, στο μυαλό μας - ούτε πολλά άλλα στοιχεία επίσης.

Σε μια τέτοια κατάσταση, ποιος είναι ο ρόλος του υπουργείου και τι θα έπρεπε να κάνουμε ;

Η εντύπωσή μου ήταν ότι ο συντριπτικά μεγάλος πειρασμός, για τον καθένα, καλύτερα «σχεδόν, για τον καθένα», στο υπουργείο, ήταν να βιαστεί να αντιμετωπίσει την απειλή και να προχωρήσει, σε σθεναρή δράση.
Τι δράση; Ποια συγκεκριμένη δράση έπρεπε να αναληφθεί, κανένας δεν ήξερε, ακριβώς, αλλά καθοδηγούνταν, ως, επί το πλείστον, από τις πολιτικές μας προκαταλήψεις - «αυτή είναι μια ευκαιρία να κάνουμε κάτι, δεν μπορεί κανείς να τους αφήσει ατιμώρητους» -, σχετικά με την ελληνική επέμβαση.

Λοιπόν, ποιός θα έπρεπε να είναι ο αντικειμενικός μας σκοπός;

Ο αντικειμενικός μας σκοπός, σε αυτό το στάδιο της κρίσης, είναι :

Είμαστε επαγγελματίες, είμαστε εδώ, για να υπηρετούμε το εθνικό συμφέρον. Δεν είμαστε εδώ, για να εφαρμόζουμε τις προτιμήσεις μας, δεν είμαστε εδώ, για να οδηγούμε σταυροφορίες, πριν μάθουμε τι, ακριβώς, συμβαίνει. Ούτε είμαστε σχολιαστές εφημερίδας. Στα πρώτα στάδια μιας κρίσης, η ευθύνη μας είναι να εκτιμήσουμε ποιά είναι η ισορροπία δυνάμεων, ποιές θα είναι οι πιθανές εξελίξεις, πώς μπορούμε να τις διαμορφώσουμε, με βάση το εθνικό και δημόσιο καλό.

Τις πρώτες σαράντα οχτώ ώρες είχαν ξεκαθαρίσει τα εξής γεγονότα και όσοι, από εσάς, ήσασταν παρόντες ,σε εκείνες τις συνεδριάσεις, γνωρίζετε ότι αυτό δεν αποτελεί μια, εκ των υστέρων, κατασκευή - οι ακόλουθοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη:
Πρώτον, είχε, σαφώς, οργανωθεί, από τους Έλληνες.
Σαφώς, ο Σαμψών ήταν, πράγματι, στη Λευκωσία.
Σαφώς, οι Τούρκοι αντέδρασαν πολύ βίαια.
Και μετά από είκοσι τέσσερις ώρες, ήταν σαφές ότι ο Μακάριος υπήρχε, ως πολιτική δύναμη. Υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα τουρκικής επέμβασης και η βεβαιότητα τεράστιας τουρκικής πίεσης. Υπήρχε ο ρόλος των Βρετανών, οι οποίοι, ως εγγυήτρια δύναμη, ήσαν υποχρεωμένοι να αναμειχθούν. Και υπήρχε ο αβέβαιος ρόλος των Σοβιετικών, από τους οποίους είχαμε αναφορές τις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες - που αργότερα αποδείχτηκαν είτε λανθασμένες είτε υποδήλωναν ότι οι Σοβιετικοί είχαν αλλάξει γνώμη -, αναφορές στις οποίες φέρονταν να προσφέρουν σοβιετικά στρατεύματα για μια πιθανή επέμβαση, στην Κύπρο. Αυτό ειπώθηκε από ένα Σοβιετικό διπλωμάτη και όταν ρωτήσαμε τους Σοβιετικούς, περί αυτού, ειπώθηκε κάτι άλλο - όμως οι Σοβιετικοί διπλωμάτες δεν τριγυρνούν κάνοντας προσφορές σοβιετικών στρατευμάτων, χωρίς να έχουν υπόδειξη από την Μόσχα.

Συνεπώς, το πρόβλημά μας δεν ήταν να αφήσουμε να αναλάβουν άλλοι τους κρατικούς αντικειμενικούς σκοπούς των ΗΠΑ (κάτι που θα μας έκανε να χάσουμε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, αργότερα). Η στρατηγική μας ήταν να προσδιορίσουμε τους αντικειμενικούς σκοπούς, που θα διατηρούσαν τον έλεγχο των ΗΠΑ και να υιοθετήσουμε τακτικές, με τις οποίες οι ΗΠΑ θα είχαν την μέγιστη δυνατή ευελιξία, καθώς θα εξελισσόταν η κρίση.
Θέλουμε την μέγιστη ευελιξία, μέχρις ότου τα άλλα μέρη δεσμευτούν, πριν δεσμευτούν οι ΗΠΑ, έτσι, που οι ΗΠΑ να μπορούν να πλασάρουν τη δέσμευσή τους, προκειμένου να επιτύχουν την μέγιστη διαφήμισή τους.

Κατά την διάρκεια αυτής της εβδομάδας υπήρξαν πολλά πράγματα, που δηλώθηκαν και ήταν, ωστόσο, εντελώς, ασύμβατα μεταξύ τους.

Σχετικά με τον Μακάριο, δεν είχαμε ποτέ την πρόθεση να αναγνωρίσουμε τον Σαμψών, παρά τις ιστορίες, που διέρρευσαν, από αυτό το κτίριο. Ποτέ δεν ήταν αυτή η πρόθεση. Στην πραγματικότητα, η εκτίμησή μας, εξαρχής, ήταν:

Είπαμε, στην ελληνική κυβέρνηση, την πρώτη ημέρα ότι ήμαστε αντίθετοι, με την ένωση. Κάναμε μια δημόσια δήλωση, την πρώτη ημέρα, λέγοντας ότι ήμαστε, υπέρ της διατήρησης της συνταγματικής δομής της Κύπρου.

Και βεβαίως, ουδέποτε αναγνωρίσαμε τον Σαμψών και πλην μιας επαφής, που έγινε, πριν στείλουμε τις οδηγίες μας, περί του αντιθέτου, δεν υπήρξε καμιά επαφή, με τον Σαμψών από την πρεσβεία μας, ακόμα και όταν εδραιώθηκε. Η μόνη επαφή, που είχαμε, κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας, με Κύπριους ηγέτες, ήταν, με τον Κληρίδη, και αυτή αποσκοπούσε, στο να τον συγκρατήσει, για να μην παραιτηθεί, διότι θέλαμε να είναι στη θέση του, σαν μια πιθανή συμβιβαστική λύση. Ήμαστε επιφυλακτικοί, όσον αφορά τις δημόσιες καταδίκες της Ελλάδας και την ανεπιφύλακτη υποστήριξή μας, προς τον Μακάριο, για τους εξής λόγους:
Θεωρούσαμε, όπως σας είπα, ότι η τουρκική επέμβαση ήταν πιθανή και συνεπώς, δεν θέλαμε να παρέχουμε την νομιμοποίηση, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ,από τους Τούρκους, για την στρατιωτική επέμβαση.
Δεύτερον, επιθυμούσαμε, σφοδρώς, να μην διεθνοποιηθεί το πρόβλημα, προκειμένου να εμποδίσουμε - να αποφύγουμε , καλύτερα - μια βάση, για σοβιετική παρέμβαση. Και εάν οι ΗΠΑ διεθνοποιούσαν το θέμα, δημόσια, ως θέμα ξένης επίθεσης, τότε θα δημιουργούσαμε, εκ πρώτης όψεως, μια περίπτωση, για δράση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Τρίτον, αφού ελέγξαμε την κατάσταση μαζί με τους Βρετανούς, ήταν ξεκάθαρο, για εμάς, ότι, ενώ, καταρχήν, ήθελαν να υποστηρίξουν τον Μακάριο, ήσαν, εντελώς, απρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε, για να το καταφέρουν. Ήθελαν να το αφήσουν σε εμάς. Και η πρότασή τους προς εμάς ήταν να θέσουν αυτοί τις αρχές και να εφαρμόσουμε εμείς την πολιτική.
Η ανησυχία μάς ήταν ότι, μέχρι να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε, με σαφήνεια, ποιά ήταν η εσωτερική κατάσταση στο νησί, ποιές ήσαν οι εξελίξεις στο νησί-, μια ολοκληρωτική, ανεπιφύλακτη υποστήριξη του Μακάριου θα μας έθετε στο ακόλουθο δίλημμα:

Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν πέρασε από το μυαλό μας η σκέψη ότι είναι ο «Κάστρο της Μεσογείου» και στην πραγματικότητα, εάν εξαρτιόταν, από τις προτιμήσεις μας, δεν θα είχε γίνει πραξικόπημα, εκεί και θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε, πολύ καλά, μαζί του. Δεν επρόκειτο, για ζήτημα συνύπαρξης, δεν τον θεωρούσαμε, ιδιαίτερα, αντιαμερικανό. Το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, εάν είχε, είναι πως το ταλέντο του είναι πολύ μεγάλο, για το νησί του και συνεπώς, έμπαινε στον πειρασμό να παίζει, σε μια κλίμακα, η οποία είναι επικίνδυνη - όχι για εμάς, αλλά για τα άλλα μέρη, που ενδιαφέρονται, για το Κυπριακό.

Εάν, όμως, έλαβαν χώρα κάποιες ενέργειες, εναντίον του Μακάριου, από Αμερικανούς αξιωματούχους (που δεν πιστεύω ότι συνέβη), αυτό έγινε, παρά τις οδηγίες μας και παρά τις πεποιθήσεις μας και όταν ήμουν, στην Κύπρο, με την ευκαιρία των αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων Συρίων - Ισραηλινών, είχα μια εξαιρετικά εγκάρδια και θετική συνάντηση, με τον Μακάριο, στην οποία ο Μακάριος μου ζήτησε να αναμειχθώ, για να τον βοηθήσω, στα προβλήματά του, με την Κύπρο - εννοώντας τις κοινοτικές συνομιλίες και όχι την ελληνική πλευρά.

Και του είπα ότι ήμουν πολύ απασχολημένος.

Αργότερα, μου υπενθύμισε ότι υπήρχαν δύο προβλήματα, στα οποία ήμουν αποφασισμένος να μην αναμειχθώ : το Κυπριακό και το πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας - δύο εκ των τριών.

κ. Λορντ : Που, επίσης, θέλετε να αποφύγετε, κύριε υπουργέ. (Γέλια.)

Henry Kissinger : Μου το υπενθύμισε αυτό. Ωστόσο, εφόσον, κατά την κρίση μου, ο Μακάριος δεν είναι «Κάστρο», αλλά ένας πολύ λιγότερο ενθουσιώδης, ψύχραιμος χειραγωγός της ισορροπίας δυνάμεων, πρέπει να εκτιμήσει κανείς, ποιά θα ήταν η ισορροπία δυνάμεων, στο νησί. 

Και πρέπει κανείς να εξετάσει, εάν θα επανερχόταν, υπό περιστάσεις, στις οποίες, όποια και αν ήταν η προτίμησή του, θα έπρεπε να βασιστεί, στην υποστήριξη της Αριστεράς, στο νησί και διεθνώς, στην ελληνική υποστήριξη - όχι επειδή αυτή θα ήταν η προτίμησή του, αλλά όσο καιρό θα ήταν η χούντα στην εξουσία, στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να αποστερήσει τον εαυτό του, από την ελληνική υποστήριξη. 

Γιατί, εάν το έκανε αυτό, αναπόφευκτα, ένας διαμαρτυρόμενος ηγέτης, και ιδιαίτερα κάποιος, με τις ικανότητες του Μακάριου, θα έπρεπε να διαμορφώσει μια ισορροπία δυνάμεων, με τους Τούρκους. Και ήταν, σχεδόν σίγουρο, πως η έκβαση, σχετικά, με το Κυπριακό, θα ήταν η ενίσχυση της θέσης των Τούρκων.

Συνεπώς, αναπόφευκτα, εάν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, πραγματοποιόταν η επιστροφή του Μακάριου, η κατάσταση θα τον ωθούσε, πιθανώς, στο να μην είναι, πλέον, σε θέση να βασιστεί, στην ελληνική υποστήριξη και εσωτερικά, να βασιστεί στην Αριστερά.

Άρα, πήραμε μια επιφυλακτική θέση, έναντι του Μακάριου, η οποία δεν εξέφραζε την αντίθεσή μας, σε αυτόν ,αλλά στόχευε, στο να μην καταστήσει την επιστροφή του έναν, από τους όρους της ρύθμισης.

Και τέλος, ανησυχούσαμε, μήπως, εάν την πρώτη εβδομάδα επεξεργαζόμαστε μια θέση, περί ελληνικής επέμβασης και ταυτόχρονα, περί Μακάριου, ως της μοναδικής πιθανής λύσης, απομέναμε, εντελώς, ανυπεράσπιστοι, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εάν ο Μακάριος, ως ο, νομοθετικά, νόμιμος αρχηγός της κυβέρνησης, μην μπορώντας να αποκατασταθεί, από τις ΗΠΑ, ζητούσε την σοβιετική υποστήριξη. Και τότε, εμείς δεν θα είχαμε αιτιολογία, για να αντισταθούμε, εφόσον θα είχαμε διεθνοποιήσει το ζήτημα.
Αυτή ήταν η πεποίθησή μας κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδα και όχι όλα αυτά τα απλοϊκά πράγματα, που διέρρευσαν, από το υπουργείο.

Σήμερα, εδώ, δεν πρόκειται να μιλήσω, για τις «διαρροές». Θα ασχοληθώ, με αυτό, αργότερα. Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με απασχολεί ότι, εάν κάποιος τα πίστεψε, αυτό σημαίνει ότι, σε αυτό το υπουργείο, σκεφτόμαστε, με τρόπο χοντροκομμένο, που είναι κατάλληλος, για την διαμόρφωση πολιτικής.

Όταν υπάρχει μια κρίση, δική μας ευθύνη είναι να κατανοούμε την πολυπλοκότητά της και να έχουμε, κατά νου, όλα όσα συμβάλλουν, στην διαμόρφωσή της.

Τώρα, σχετικά, με τους Έλληνες. Κρίναμε πως, εάν εμποδίζαμε την επιτυχία του πραξικοπήματος, ήταν εξαιρετικά πιθανή μια αλλαγή, στην Ελλάδα. Ωστόσο, η πεποίθησή μας ήταν πως μια αλλαγή, στην Ελλάδα, θα έπρεπε να επέλθει, όχι σαν αποτέλεσμα της αμερικανικής συνέργειας, με την Τουρκία, κατά την διάρκεια μιας ελληνοτουρκικής κρίσης, αλλά σαν αποτέλεσμα της ανικανότητας της κυβέρνησης, που είχε, με δική της υπαιτιότητα, περιέλθει, σε κρίση.

Διότι, μετά την επιτυχία ενός τέτοιου πραξικοπήματος, το εθνικιστικό στοιχείο (για το οποίο η ένωση ήταν, πάντα, προγραμματική θέση, που ήταν, επίσης προγραμματική θέση και στην Ελλάδα) θα χρειαζόταν να εγκαθιδρύσει μια πολιτική ισορροπία.
Και αυτό θα γινόταν όλο και πιο αναγκαίο, καθώς δεν γνωρίζαμε, από ποιά κατεύθυνση θα ερχόταν το πραξικόπημα, μέχρι την Κυριακή. το απόγευμα. Θεωρούσαμε ότι υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα το πραξικόπημα να έφερνε, στην εξουσία, λοχαγούς και συνταγματάρχες, ακόμα, πιο ακραίου εθνικιστικού προσανατολισμού, αλλά και ότι θα οδηγούσε, σε μια άμεση επιστροφή, στην πολιτική
διακυβέρνηση. Έτσι, έπρεπε εμείς να έχουμε θέσεις και για τις δύο πιθανότητες, που μπορούσαν να προκύψουν και ήταν ουσιαστικό, για εμάς να μην αναπτύξουμε κάποιο μύθο για την, μετά την χούντα, Ελλάδα, πάνω, στον οποίο θα μπορούσαν εθνικιστές και αριστεροί να κάνουν τις δικές τους συνθέσεις, έχοντας, με ευθύνη των ΗΠΑ, ξεσηκώσει την Ελλάδα, μεσούσης της κρίσης της.

Αυτή ήταν η δική μας ανάλυση, για την κατάσταση και είστε ικανοί να κρίνετε, από μόνοι σας, ποιά ήταν η συμβολή αυτού του υπουργείου, ως προς την επιτυχία της.

Μιλώ, για τα εσωτερικά έγγραφα, που το υποστηρίζουν και όχι, για τα άρθρα των εφημερίδων. Και το λέω αυτό, όχι για να αποδείξω ποιός έχει δίκιο και ποιός άδικο. Λέω ότι αυτό είναι το επίπεδο της ανάλυσης, που πρέπει να κάνουμε, εάν θέλουμε να χειριζόμαστε, ορθά, τις μελλοντικές κρίσεις.
Λοιπόν, εάν κατανοείτε αυτή την λογική, τότε θα κατανοήσετε όλες τις ενέργειές μας, κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδας.
Στην πραγματικότητα, κατευθύνονταν, προς την εξασθένηση της ελληνικής χούντας.
Στην πραγματικότητα, κατευθύνονταν, προς την αποτυχία του πραξικοπήματος, όσον αφορά τον αντικειμενικό του στόχο, που ήταν η ένωση.
Και στην πραγματικότητα, ήταν σχεδιασμένες, για να δημιουργήσουν το μέγιστο εμπόδιο ,στην τουρκική επέμβαση, χωρίς να υποχρεωθούμε να πάρουμε μια αντιτουρκική θέση. Και πάνω απ' όλα, ήταν σχεδιασμένες, για να μας δώσουν την μέγιστη δυνατή ευελιξία.
Ήταν επίσης σχεδιασμένες, για να παρεμβάλουν το μέγιστο εμπόδιο, στην σοβιετική παρέμβαση και ήταν, τέλος, σχεδιασμένες να μας παράσχουν την μέγιστη ευελιξία, καθώς εξελισσόταν η κρίση, όπως θα μπορούσε, αναπόφευκτα, να κρίνει κανείς.

Εάν αυτό γίνεται κατανοητό από εσάς, μπορείτε να δείτε, γιατί χειριστήκαμε, όπως χειριστήκαμε, την τουρκική κατάσταση.

Τώρα, την Τετάρτη, οι Τούρκοι έκαναν την εξής πρόταση, όπως την ανακαλώ από μνήμης:
Ο Μακάριος θα έπρεπε να επιστρέψει.
Η συνταγματική διακυβέρνηση θα έπρεπε να αποκατασταθεί.
Οι τουρκικές δυνάμεις θα έπρεπε να βρίσκονται, στο νησί και να ενισχυθούν. Να υπάρξει μία διέξοδος, προς τη θάλασσα, για τον τουρκικό θύλακα και θα έπρεπε να προκύψει, τουλάχιστον, ένας τουρκικός θύλακας. Να τεθεί το ελληνικό στρατιωτικό σώμα, στην Κύπρο, υπό τη νδιοίκηση των Ηνωμένων Εθνών και οι Έλληνες αξιωματικοί να αποσυρθούν. 

Λοιπόν, υπήρχε ένα «καλά τεκμηριωμένο» σχόλιο, ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να υποστηρίξουν αυτή την τουρκική πρόταση και ότι αυτό θα μπορούσε να είχε αποτρέψει πολλές δυσκολίες. Υπάρχουν αρκετά λανθασμένα σημεία, σχετικά με αυτό. 

Σε επίπεδο τακτικής, ούτε καν οι Βρετανοί δεν υποστήριζαν αυτή την πρόταση και συνεπώς, θα ήμαστε οι μόνοι, που θα το κάναμε. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι, που με ενοχλεί, μπορούμε, κάλλιστα, να υποστηρίζουμε μόνοι μας προτάσεις, εάν έχουν κάποιο νόημα. Αλλά, εάν κανείς επιχειρήσει να αναλύσει αυτή την πρόταση, πιο βαθιά, υπήρχαν αρκετά οφθαλμοφανή λάθη, σε αυτή την πρόταση.
Πρώτον, όταν οι Τούρκοι ζητούν την επιστροφή του Μακάριου, γνωρίζετε ότι δεν προτείνουν ένα πολιτικό πρόγραμμα. Ο Μακάριος, ο άνθρωπος που έδωσε εναντίον τους μια δεκαετή μάχη, δεν μπορούσε να είναι η επιλογή τους. Άρα, αυτή η πρόταση έγινε, διότι ήξεραν, πολύ καλά, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα την αποδεχόταν ποτέ και συνεπώς, η υποστήριξή της θα μας έβαζε ,στο δίλημμα των Ηνωμένων Εθνών, που περιέγραψα νωρίτερα.
Δεύτερον, ο Μακάριος δεν μπορούσε να δεχτεί μια έκβαση, σύμφωνα με την οποία το ελληνικό στρατιωτικό σώμα, στο νησί, θα ετίθετο, υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών και το τουρκικό στρατιωτικό σώμα θα αυξανόταν. Όταν το τουρκικό στρατιωτικό σώμα θα αυξανόταν, καμιά προνοητική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν έναν θύλακα, με διέξοδο προς τη θάλασσα.
Έτσι, αυτός ο κατάλογος προτάσεων των Τούρκων ήταν, όπως αναγνώρισαν, ακόμα και οι Βρετανοί (και λέω ακόμα και οι Βρετανοί, διότι η σαφήνεια της σκέψης δεν ήταν, ποτέ, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους, δεδομένων των εγχώριων πιέσεων αυτή την στιγμή), δικαιολογημένος. Αλλά, ακόμα και οι Βρετανοί δεν ήθελαν να δεχτούν αυτή την πρόταση. Ούτε εμείς μπορούσαμε να την είχαμε δεχτεί, διότι κανένας χρήσιμος σκοπός των ΗΠΑ δεν θα είχε εξυπηρετηθεί, με την αποδοχή αυτών των προτάσεων.

Υπήρχε άλλο ένα παιχνίδι "μεγάλης εξέδρας", που θα μας είχε βάλει σε μια θέση όπου θα έπρεπε να ασκήσουμε απίστευτη πίεση, σε μια ελληνική κυβέρνηση, για να δεχτεί κάτι, που καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να δεχτεί - ούτε, ακόμα και διάδοχος της χούντας. Αλλά ακόμα και αν, πιθανώς, την είχαμε υποσrηρίξει -κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί -, εφ' όσον μας είχαν δώσει, μόνο, 36 ώρες ,για να απαντήσουμε, ούτε και ο Σίσκο δεν θα μπορούσε να παραγάγει θετική απάντηση, σε 36 ώρες, ακόμα και αν είχε την άδεια να το κάνει. (Γέλια.)
Έτσι, όσον αφορά αυτό το σημείο , το μόνο ερώτημα ήταν:

Πώς θα εργαζόμαστε με τους Τούρκους;

Οι Βρετανοί πίστευαν ότι μπλόφαραν, όπως το 1964 και το 1967. Εγώ θεωρούσα ότι δεν μπλόφαραν, αλλά νόμιζα ότι είχαμε 24 ώρες - όταν, σrην πραγματικότητα, είχαμε την νύχτα της Τετάρτης, το πρωί της Τετάρτης και μόλις, το ισοζύγιο των πληροφοριών ήταν, λογικά, σαφές, τότε, στείλαμε τον Σίσκο, στην Ευρώπη, με δύο βασικές οδηγίες:
Πρώτον, να ξεκαθαρίσει τις πραγματικές προθέσεις των μερών.
Και δεύτερον, να μεταφέρει σε όλα τα μέρη, στον πληρέστατο βαθμό, την ανάλυσή μας για την κατάσταση και μια εξήγηση των κινήτρων μας, έτσι ώστε ο κόσμος να μην λειτουργεί στο κενό. Και βεβαίως, να βοηθήσει όσο μπορεί.
Μίλησε στον καθένα και στον Κάλαχαν και είδε και τον Ετσεβίτ (στο Λονδίνο), έτσι δεν κοιμήθηκε και πολύ, σε 72 ώρες, μετά από αυτή την συνάντηση. Πήγε στην Αθήνα, για να διαπιστώσει τι παραχωρήσεις μπορούσε να εξασφαλίσει και δεν θέλω να μπω, σε θέματα τακτικής - αλλά αυτός κάτι κέρδισε, από τον καθένα, που δεν ήταν αρκετό και δεν μπορούσε να είναι αρκετό, λόγω της φύσης των πραγμάτων. Δεν υπήρχε παραχώρηση, που μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε, στην Ελλάδα, για τον εξής λόγο:

Επί δέκα χρόνια οι Τούρκοι ένιωθαν ταπεινωμένοι, εξαιτίας του ότι αισθάνονταν πως είχαν στερηθεί εδάφη : Αρχικά το 1960, με την αρχική συνταγματική διευθέτηση - δεν ήταν ευτυχείς γι' αυτή, όμως, σίγουρα, δεν ήταν ευτυχείς το 1964 και το 1967 -, θεώρησαν ότι επρόκειτο, για μια συνταγματική διευθέτηση, που θα γινόταν, ικανοποιητικά, ανεκτή, με το πέρασμα των χρόνων. Και το 1964 και 1967 στερήθηκαν την ευκαιρία να παρέμβουν, λόγω της μεγάλης αμερικανικής πίεσης.

Εκείνη την εποχή η μεγάλη αμερικανική πίεση ήταν αποδοτική, διότι υπήρχε μια νόμιμη κυβέρνηση, στην Κύπρο, που μπορούσε να απευθύνει έκκληση, στην παγκόσμια κοινότητα και υπήρχε μια κυβέρνηση στην Ελλάδα, που είχε διεθνή υποστήριξη. Το 1974, χάρη στην βλακεία της ελληνικής χούντας, στους Τούρκους έπεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. Δεν υπήρχε κυβέρνηση, στην Κύπρο, που να αναγνωρίζεται, από οποιονδήποτε - έτσι δεν έκαναν επίθεση, σε νόμιμη κυβέρνηση - αλλά ένας άντρας, που θεωρούνταν, διεθνώς, φονιάς και στην Ελλάδα υπήρχε μια κυβέρνηση, που ήταν, διεθνώς απόβλητη, που κανένας δεν την υποστήριζε. Υπ' αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την τουρκική επέμβαση. Και αυτή, ακριβώς, ήταν η ευκαιρία.

Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων, αυτό αφορά την ταχύτητά της, διότι νομίζω πως επιταχύνθηκε, εξαιτίας των εσωτερικών δυσκολιών του Ετσεβίτ, ο οποίος ήθελε να τεθεί επικεφαλής της εθνοσυνέλευσής του. Πιστεύω ότι, εάν είχε την πλειοψηφία, εμείς θα μπορούσαμε να είχαμε 24, έως 48 ώρες, περισσότερες, παρόλο που η έκβαση, εκτός του ελληνικού πραξικοπήματος, πριν από την τουρκική επέμβαση, θα ήταν, χονδρικά, η ίδια. 

Όταν άρχισε ο πόλεμος, ήταν σαφές ότι το αποτέλεσμα του ελληνικού τυχοδιωκτισμού, στην Κύπρο, θα είχε διάρκεια μιας ημέρας. Και από αυτή την άποψη, ήταν σαφές ότι θα υπήρχε κάποια αλλαγή, στην Ελλάδα. Αλλά εκείνο, που κανείς έπρεπε να εμποδίσει, ήταν η κλιμάκωση του πολέμου, της σύγκρουσης, σε έναν πόλεμο, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Και, βεβαίως, θα έπρεπε να επιβάλει, στους Σοβιετικούς, μια μη επεμβατική συμπεριφορά, τόσο, σε διεθνές επίπεδο, όσο και στην Κύπρο. Συνεπώς, την Δευτέρα το πρωί, μέσα σε 12 ώρες, από την εισβολή, αναγγείλαμε ότι θα περικοπεί η στρατιωτική βοήθεια, από αμφότερες τις χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, εάν αναπτυσσόταν, μεταξύ τους, ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας. 

Έγιναν κάποιες ενέργειες, σχετικά, με τις πυρηνικές μας εγκαταστάσεις, στην Ελλάδα και την Τουρκία, που κατέστησαν σαφή την ανησυχία μας.

Στην συνέχεια, προσπαθήσαμε να συνεργαστούμε, με τους Βρετανούς. Προσπαθήσαμε να προκαλέσουμε μια εκεχειρία και δεν έχει νόημα να προχωρήσω, σε όλες τις λεπτομέρειες. Και τελικά, αφού κάναμε μερικές προσπάθειες, γι' αυτή, 48 ώρες μετά την τουρκική επέμβαση, στην Κύπρο, επιδώσαμε ένα τελεσίγραφο, λίγο-πολύ και στις δύο πλευρές, λέγοντάς τους να σταματήσουν, στις 2 μ.μ., την επόμενη ημέρα. Είχαμε την υποστήριξη των Βρετανών, ξεχωριστά, και της ΕΟΚ, ως σύνολο, γι' αυτό το διάβημα. Δώσαμε συγκεκριμένες προειδοποιήσεις, για τις ενέργειές μας και καταφέραμε να υπάρξει μια εκεχειρία, ή τουλάχιστον μια συμφωνία, για εκεχειρία. 

Ταυτόχρονα, αισθανόμαστε, ιδιαίτερα, το επείγον της περίστασης, επειδή ήταν σαφές, για εμάς, ότι θα υπήρχε κυβερνητική αλλαγή, στην Ελλάδα, μέσα σε 48 ώρες και θέλαμε μια καινούρια κυβέρνηση, που εκείνη την στιγμή δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν πολιτική κυβέρνηση. Έτσι, δεν θέλω να ισχυριστώ πρόβλεψη εκεί, που δεν υπήρξε.

Μιλήσαμε, επί δύο ώρες, περίπου, την Κυριακή, για το ποιά θα μπορούσε είναι η έκβαση και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είναι ο Καραμανλής, αλλά δεν είχαμε τρόπο να προκαλέσουμε αυτό το αποτέλεσμα, εκείνη την στιγμή, και ιδού ποιά κατάσταση εμφανίστηκε, στην πραγματικότητα:
Την Τετάρτη, αφού η διάσωση του Μακάριου ήταν σαφής, είχαμε εξακριβώσει ότι (ο Καραμανλής) ήταν το άτομο, όσον αφορά την Κύπρο, που μπορούσε να έχει την δυνατότητα να γεφυρώσει τα προβλήματα και να αποφύγει, πιθανώς, τους κινδύνους, που είχαμε αναλύσει - και αυτός ανέλαβε, μέσα σε 48 ώρες, μετά την εκεχειρία και όχι γιατί εμείς τον πιέσαμε, αλλά γιατί η λογική αλληλουχία των γεγονότων έδωσε αυτό το αποτέλεσμα και στην διαμόρφωση της πολιτικής είναι σημαντικό να κατανοεί κανείς την ισορροπία δυνάμεων και όχι να στήνει παιχνίδια, για την εξέδρα. Εμείς δεν κάναμε τίποτε περισσότερο από αυτό. 

Σκεφτόμαστε τον Καραμανλή και αυτός, επίσης, προέκυψε, από την αλληλουχία των γεγονότων.

Ούτε ισχυρίζομαι ότι εμείς δημιουργήσαμε την λογική αλληλουχία των γεγονότων. Λέω ότι την κατανοούμε και τοποθετούμαστε, έτσι ώστε να την εκμεταλλευόμαστε. Αποφύγαμε έναν πόλεμο, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Καταφέραμε να παρουσιαστεί μια κατάσταση, στην Ελλάδα προτιμότερη από εκείνη που υπήρχε, στην αρχή και καταφέραμε να παρουσιαστεί στην Κύπρο, μια ανεκτή κατάσταση, αν και δεν αποτελούσε ιδιαίτερο αντικειμενικό σκοπό των ΗΠΑ η αντικατάσταση του Μακάριου και διατηρήσαμε την καλή θέληση των Τούρκων.
Πρέπει να υπολείπεται ένας αντικειμενικός σκοπός της πολιτικής των ΗΠΑ, να παραμείνουν μέλη της δομής του ΝΑΤΟ και η Ελλάδα και η Τουρκία, και όσοι, ίσως, κάνουν κυνικά σχόλια, για τις στρατιωτικές βάσεις, στην ανατολική Μεσόγειο, θα έπρεπε να αναρωτηθούν τι θα έκαναν οι ΗΠΑ, στην προβλεπόμενη κρίση, στην ανατολική Μεσόγειο, εάν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν ήσαν διαθέσιμες σε εμάς.

Είναι αλήθεια ότι οι βάσεις τους δεν είναι πάντοτε διαθέσιμες, αλλά, σε συγκεκριμένες στιγμές, υπάρχει μεγάλη διαφορά, εάν διοικούνται, από κυβερνήσεις, που αισθάνονται προδομένες, από τις ΗΠΑ και στηρίζονται, σε έναν εθνικισμό, που κινείται, προς την εχθρότητα, ή εάν είναι κατά βάση φιλικές, προς τις ΗΠΑ και έχουν την πρόθεση να συνεργαστούν μαζί μας. Και δεδομένης της στρατηγικής σημασίας της ανατολικής Μεσογείου, κανένας σοβαρός πολιτικός δεν μπορεί να αγνοεί τις γεωπολιτικές συνέπειες, στην περιοχή. 

Αυτός είναι ο λόγος που τώρα βρισκόμαστε, υπό πίεση, από τους ίδιους ανθρώπους, που μας ζητούσαν να ταπεινώσουμε την Ελλάδα και τώρα θέλουν να κινηθούμε, εναντίον της Τουρκίας. Δεν θα το κάνουμε, επίσης, διότι, τώρα, πρέπει να καταλάβουμε ότι η Τουρκία θα βγει, από αυτή την κρίση, με βελτιωμένη θέση, στην Κύπρο και αυτό δεν είναι δική μας δουλειά. 

Κάθε ημέρα έχουμε και μια απαίτηση να κάνουμε κάτι, για τους Τούρκους, για κάποια άλλη παραβίαση της εκεχειρίας. Γεγονός είναι το εξής :

Η τουρκική θέση στην Κύπρο τώρα είναι, προφανώς, υπέρτερη - το αν έχει αποβιβάσει χίλιους παραπάνω στρατιώτες, ή όχι, αυτό δεν επηρεάζει την κατάσταση. Ούτε εάν καταλάβει, ή όχι, ένα, ακόμα, χωριό προκαλεί μεγαλύτερη οργή στην Ελλάδα. Επιθυμώ να μην το έκανε αυτό - πιστεύω ότι δεν χρειάζεται - και εν καιρώ, θα αναγκαστούμε να έλθουμε, σε αντίθεση, με τους Τούρκους, σε κάποιο θεμελιώδες ζήτημα και με την μέγιστη επίδραση και όχι, για το κύριο άρθρο των New York Times. Μέχρις ότου το κάνουμε αυτό, θα είμαστε σε μια θέση, όπου οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι δεν έχουμε, ακόμα, χρησιμοποιήσει, κάθε ευκαιρία τακτικής, για να τους δυσκολέψουμε τη ζωή. 

Η δοκιμασία θα είναι οι διαπραγματεύσεις, που αρχίζουν την επόμενη εβδομάδα και όχι τα καθημερινά γεγονότα. Την περασμένη εβδομάδα, όλη την ώρα, πιεζόμαστε να ασχοληθούμε με ζητήματα, που, ήδη, ρυθμίστηκαν, τοπικά. 

Όταν πήρα ένα τηλεφώνημα από τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών ότι υπήρχε κάποια τουρκική δραστηριότητα, ρώτησα: «Πώς το γνωρίζετε;» Λοιπόν, η τηλεόραση του CBS του είπε ότι υπήρχε κάποια τουρκική δραστηριότητα.
Θεωρώ δεδομένο ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα αναφέρεται, απλώς, από το προσωπικό του CBS, δεν μπορεί να είναι τέτοιας φύσεως, που να αλλάζει την πολιτική ισορροπία, στο νησί.

Θα προτιμούσα να επιδείξουν οι Τούρκοι μεγαλύτερη συγκράτηση. Δεν πιστεύω ότι αυτό που τώρα κάνουν οι Τούρκοι είναι τίποτα περισσότερο από ασήμαντος, βραχύβιος ελιγμός. Το πραγματικό μας πρόβλημα θα είναι, πώς να διατηρήσουμε την μέγιστη επιρροή και στις δύο πλευρές, κατά τις διαπραγματεύσεις, που πρόκειται να αρχίσουν - και αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει, τώρα, στην περιοχή ο Χάρτμαν, ο οποίος, ουσιαστικά, έχει την ίδια αποστολή, που είχε και ο Τζο (Σίσκο), αλλά, με χαμηλότερους τόνους. Θα χαρώ να απαντήσω, σε μερικές ερωτήσεις, περί αυτού.

Επιτρέψτε μου να στραφώ, πιο συγκεκριμένα, στο υπουργείο:

Πρώτον, όσοι από εσάς γνωρίζετε σε ποιό βαθμό το υπουργείο συνέβαλε, στην ανάλυση, που ήταν αναγκαία, γι' αυτούς, που διαμορφώνουν την πολιτική, και θα είστε σε θέση να το ξέρετε, όσοι από εσάς συμμετείχατε, θα είστε ικανοί να κρίνετε μόνοι σας, πόσο καλά προχώρησε αυτή η λειτουργία.

Λοιπόν, πρώτον ας μιλήσω, για τα θετικά : Δεν υπάρχει αμφιβολία, για την αφοσίωση όλων όσοι αναμείχθηκαν, σε αυτή την κρίση. Όλοι εργάστηκαν σκληρά, οι προτάσεις σχεδιάστηκαν καλά και η τεχνική πλευρά της επιχείρησης διεξήχθη καλά.

Σε σχέση με την στρατηγική αντίληψη, πρέπει να πω ότι ήταν πολύ φτωχή. Δεν υπήρχε στρατηγική αντίληψη, εδώ, στο υπουργείο. Δεν ξέρω, εάν ήταν μισό βήμα εμπρός, ή μισό βήμα πίσω, από τους New York Times, στην ενασχόληση, με τις καθημερινές κρίσεις, σε ένα καθαρά επίπεδο τακτικής, με βάση ένα σύνολο τηλεγραφημάτων.

Σε σχέση, με την αντίληψη τακτικής, που σημαίνει ότι κάποιος δεν ασχολείται, ακριβώς, με το άμεσο ζήτημα, αλλά αναρωτιέται, σε ποιο σημείο θα βρίσκεται, όταν θα έχει λήξει το πρόβλημα, έτσι, που είναι έτοιμος, για κάτι το οποίο δεν έχει σχεδιάσει. Και συνεπώς, μπορεί να κινηθεί, στην επόμενη φάση. Και πάλι έχω να πω, εντελώς, ειλικρινά, ότι, ακόμα και αν υπήρχε στο μυαλό κάποιων, δεν πέρασε προς τα πάνω, προς τον έβδομο όροφο.

Αλλά, όμως, έχω ακούσει ένα σωρό πράγματα "που βρίσκονται, στο μυαλό των ανθρώπων" και δεν πέρασαν προς τον έβδομο όροφο, έτσι αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο του, εάν υπήρχαν αντιλήψεις τακτικής, που μεταφέρθηκαν, ή, απλώς, υπήρξαν και δεν πέρασαν, προς τα πάνω.

Θα πω, επίσης, ότι έγιναν λάθη και από εκείνους του έβδομου ορόφου, που αναμείχθηκαν : Δεν υπήρξε επαρκής συγκεντροποίηση της εξουσίας και έχουμε συγκεκριμένα πράγματα, από τα οποία θα αποκομίσουμε κέρδος, στις μελλοντικές κρίσεις. Αλλά πολλά στοιχειώδη, απλά, δεν έγιναν, ενώ θα έπρεπε να είναι δεδομένα.

Όταν ήμουν στον Λευκό Οίκο, μόλις ξεσπούσε μια κρίση, κάναμε μια λίστα ελέγχου όλων των υπουργείων, με τα οποία έπρεπε να έχουμε επαφή, όλων των κυβερνήσεων, με τις οποίες έπρεπε να διαβουλευτούμε, για τις αναγκαίες ενέργειες και για τον χρόνο των ενεργειών. Από όσα γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν έγινε, εδώ. Δεν έφτασε πάνω, σε εμένα, έτσι, που, μόνιμα, ήμαστε στην θέση, ακόμα και αν δεν νομίζω ότι σταματήσαμε να ασχολούμαστε, με τα πάντα, με κανένα μεγάλο γεγονός, να αυτοσχεδιάζουμε συνεχώς.

Αυτή η κατάσταση πρέπει να βελτιωθεί. Πρέπει να σκεφτούμε. Πρέπει να λειτουργήσουμε, πιο αποτελεσματικά, σε αυτόν τον τομέα και χωρίς κατεύθυνση, ώστε, όταν συμβαίνει κάποια κρίση, η επιχειρησιακή ομάδα, αυτόματα, να κάνει, τουλάχιστον, έναν κατάλογο ελέγχου των θεμάτων, με τα οποία πρέπει να ασχοληθεί, των κυβερνήσεων, που σχετίζονται και των υπουργείων, που πρέπει να αναμειχθούν. Αυτό δεν είναι, απλώς, μια μεγάλη διανοητική προσπάθεια, είναι και ένα τεχνικό ζήτημα.

Δεύτερον, πριν αρχίσουμε να τρέχουμε, οφείλουμε να αναρωτηθούμε :
Πού θέλει να πάει η χώρα;
Ποιό είναι το συμφέρον των ΗΠΑ;
Ποιό είναι το συμφέρον της παγκόσμιας ειρήνης;
Δεν λέμε : Αυτή είναι η δική μας μεγάλη ευκαιρία να ακολουθήσουμε κάτι, που έχουμε προδικάσει. Δεν πρόκειται, για μια προσωπική διαμάχη μεταξύ ημών και του αρχηγού της χούντας, που μόνος του τοποθετήθηκε, σε μια εξαιρετικά ευάλωτη θέση, κάνοντας αυτή την ενέργεια, και του οποίου η μοίρα είναι αποφασισμένη, ανεξάρτητα, από το εάν επιτύχει, ή όχι, αυτή η ενέργεια. Ούτε το θέμα είναι, αν το υπουργείο διατυπώνει μια καλά καταρτισμένη τοποθέτηση, σε μια απογευματινή ενημέρωση.

Το τρίτο ζήτημα: Τί τακτική ακολουθεί κανείς και ποιά συγκεκριμένη τακτική μας παρέχει την μέγιστη ευελιξία, καθώς εξελίσσεται η κρίση, έτσι ώστε οι ΗΠΑ να είναι, πάντα, πλησιέστερα, στις άλλες ομάδες ανθρώπων ,από ό,τι είναι αυτές μεταξύ τους. Εάν αυτό μπορεί να γίνει ...

Εάν δεν μπορεί να γίνει, στον βαθμό που εμπλέκονται βασικές αρχές, τότε πρέπει να πάρουμε θέση, αλλά όχι, πριν μάθουμε όλα τα γεγονότα.

Και, τέλος, υπάρχει ένα ερώτημα, που το σκέφτομαι πολύ σοβαρά, για την εικόνα του υπουργείου. Τί νομίζει ότι κάνει η Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων; Ποιόν νομίζει ότι αντιπροσωπεύει; Είναι μια ομάδα επιτροπών, που επιλέγει άδειες συμμετοχής, σε φοιτητικό σύλλογο, ή διεξάγει διδακτικές συνεδριάσεις, ή έχει μια συζήτηση, τύπου λέσχης, όπου η άποψη του καθενός είναι, εξίσου, καλή, με οποιουδήποτε άλλου; Και όπου ο καθένας, του οποίου η άποψη δεν περνάει, τρέχει, στον Τύπο; Ή είναι μια οργάνωση της ελίτ επιφορτισμένη, με τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, που διακρίνεται, από την ακρίβεια και την πειθαρχία, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της;

Θα υποστήριζα ότι είναι μόνο αυτό το τελευταίο, που κάνει την Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων, μακροχρόνια, ένα χρήσιμο εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αλλά πάντοτε, από την εποχή του Ντάλες, τουλάχιστον, έχω ακούσει παράπονα ότι το υπουργείο δεν βρισκόταν, εντός του κύριου ρεύματος διαμόρφωσης της πολιτικής. Βεβαίως, όσο βρίσκομαι, στην Ουάσινγκτον, υπάρχει το σύνηθες παράπονο ότι το υπουργείο αγνοείται.

Κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί, σήμερα, ότι το υπουργείο αγνοείται. Είναι το κέντρο της πολιτικής. Αλλά, εάν ξαναδιαβάσετε τις εφημερίδες των περασμένων τριών εβδομάδων - με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό -, δεν μπορείτε να αισθανθείτε ότι αξίζει, στο υπουργείο, να βρίσκεται, στο επίκεντρο της διαμόρφωσης της πολιτικής.

Το ζήτημα δεν είναι το ότι λέγονται μη φιλικά πράγματα, για εμένα, προσωπικά. Έχω πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση, στον Τύπο, από όση έχουν οι περιφερειακοί διευθυντές και μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται καθόλου, περί αυτού.

Το θέμα είναι εάν η εντύπωση, που μεταφέρεται, στο κοινό, από το υπουργείο, είναι η εντύπωση μιας πειθαρχημένης οργάνωσης, που μπορεί να αισθάνεται περήφανη, ή είναι η εντύπωση ενός συρφετού, που κινείται από δω και από εκεί, διατυπώνοντας άναρθρα σχόλια κάποιου χαμηλού επιπέδου αφαίρεσης και στα κύρια άρθρα των New York Times.

Ζητώ από όλους σας να διαβάσετε τις εφημερίδες των τριών περασμένων εβδομάδων και να μου βρείτε, εκεί, οποιοδήποτε σχόλιο, γι' αυτόν τον χειρισμό της κυπριακής κρίσης, στην οποία, κατά την κρίση μου, αντεπεξήλθαμε, εξαιρετικά, καλά. Βρίσκεται οποιοδήποτε σχόλιο οποιουδήποτε, που να περηφανεύεται, γι' αυτήν την επίδοση; Οποιουδήποτε, που να εξηγεί, με την θέλησή του, τι κατάφεραν οι ΗΠΑ, με όρους πολιτικής;

Πιστεύω ότι, από την σκοπιά του αυτοσεβασμού του υπουργείου και του αυτοσεβασμού των ΗΠΑ, είναι πολύ κρίσιμο, όταν συμβαίνει μια μεγάλη κρίση, εκείνοι, που έχουν την ευθύνη, να την φέρουν, σε πέρας να μη συμβάλλουν, στην απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδιαίτερα, όταν η κρίση έχει αντιμετωπιστεί καλά και πολύ περισσότερο, όταν συνεχίζεται.

Θέλω να επαναλάβω, για άλλη μια φορά : Δεν νοιάζομαι, για ό,τι λέγεται, για εμένα, προσωπικά. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι : Τι σκέφτεται το ίδιο το υπουργείο, για τον εαυτό του; Πιστεύουν οι αξιωματούχοι, οι αξιωματούχοι της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων, ότι είναι δική μας δουλειά "να προστατεύουμε τον πρόεδρο", ή να "προστατεύουμε τον υπουργό"; Βεβαίως, όχι από την κριτική, διότι, όσον αφορά αυτό, θα το καθορίσουν τα γεγονότα. Αλλά τους προστατεύουμε, έτσι ώστε να μπορούν να πάρουν σωστές αποφάσεις και ώστε να μπορούν να σκεφτούν διάφορες εναλλακτικές λύσεις;

Ή σκέφτονται για τους εαυτούς τους ως εξής : "Πάνω απ' όλα είναι η δουλειά μας, να αποδειχτούμε οι καλύτεροι στην τάξη και όλοι να λένε ότι "εάν είχε ακολουθηθεί μόνο η δική μας συμβουλή, μερικές θλιβερές καταστροφές θα είχαν αποφευχθεϊ". 

Νομίζω ότι, από αυτή την οπτική γωνία, ό,τι έγινε τις τελευταίες τρεις εβδομάδες ήταν εξαιρετικά ατυχές και εξηγεί γιατί, πραγματικά, τρεις πρόεδροι, όσο διαφορετικοί μπορεί να είναι - ο Τζόνσον και ο εν ενεργεία -, προσπάθησαν να εξετάσουν εναλλακτικά μέσα διαμόρφωσης της πολιτικής.

Όσο με αφορά, προσωπικά, έχω αποδείξει ότι μπορώ να διεξάγω εξωτερική πολιτική, με πολύ μικρό επιτελείο και αυτό μπορώ να κάνω εδώ και εάν εξαναγκαστώ, θα πρέπει να το κάνω, εδώ, αλλά δεν είναι, προς το συμφέρον του έθνους, αυτός ο τρόπος.

Όταν μιλώ για "θεσμοποίηση" της εξωτερικής πολιτικής , δεν εννοώ ότι ο οποιοσδήποτε, και ο τελευταίος,υφιστάμενος είναι γνώστης όσων συμβαίνουν. Εννοώ τους ανθρώπους, που έχουν ευθύνη.

Πρώτα απ' όλα, αυτούς, που κατανοούν τι εννοείται, με τον όρο «εθνική πολιτική» και ότι πρόκειται, για κάτι διαφορετικό, από ένα σεμινάριο, περί τρεχόντων γεγονότων, που γίνεται, καθημερινά, στην βάση της τελευταίας αναφοράς των υπηρεσιών πληροφοριών. Αλλά πρέπει να διακρινόμαστε, για την κατανόηση της πραγματικής σχέσης των δυνάμεων, της πληροφόρησης και να είμαστε καλύτεροι, από τους μη επαγγελματίες. Αλλιώς, μπορούμε να μαζεύουμε ερασιτέχνες, από τον δρόμο.

Δεύτερον, είναι πειθαρχημένοι, κατά τη διεξαγωγή των καθηκόντων τους.

Και τρίτον, αισθάνονται περηφάνια, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Δεν αισθάνεστε υπερήφανοι, όταν σας κάνουν μια διάλεξη. Αλλά, όταν αυτό δεν συμβαίνει, δεν έχουμε θεσμοποιημένη πολιτική, ανεξάρτητα του πόσο θαυμάσια είναι.

Ξέρω ότι υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι "κανείς δεν γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν" και αυτό εξηγεί το γεγονός ότι, ευκαιριακά, πράγματα, που λέγονται, δεν φτάνουν στους ανθρώπους, ή ότι δεν θα έλεγε κάποιος το τάδε, εάν αυτοί ήξεραν τι τρέχει, με αυτό. Αλλά αυτό αποτελεί, αφ' εαυτού, μια κακή διατύπωση του θέματος. Υπονοεί ότι, εάν δεν κατέχει ο κάθε τυχαίος βοηθός, κάθε κομματάκι πληροφοριών, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του, ότι η απόφαση, εάν θα παίξει, ή όχι, τον ρόλο του, εάν παίζει, ή όχι, τον ρόλο του, δεν εξαρτάται από την δική του αυτοϊκανοποίηση.

Και θέλω να πω πάλι, μακροπρόθεσμα, εκείνοι που θα είναι εδώ, πολύ μετά την δική μου αναχώρηση, θα όφειλαν να αναρωτηθούν, εάν είναι, προς το συμφέρον της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων, να κυκλοφορούν τέτοιες εντυπώσεις. Και το λέω αυτό, ως κάποιος, που πιστεύει ότι η Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων διαθέτει το καλύτερο προσωπικό.

Και δεύτερον, ως κάποιος, που πιστεύει πως η εξωτερική πολιτική πρέπει να θεσμοποιηθεί, δεν μπορεί να είναι η δύναμη, που διαθέτουν δύο, ή τρία, άτομα. Και ιδιαίτερα, στα τελευταία δύο χρόνια της ανήμπορης κυβέρνησης. Ακόμα και εάν δεν είχαμε εσωτερικές δυσκολίες, θα ήταν σημαντικό να εξασφαλίζεται η συνέχεια. Δεν πιστεύω ότι η συνέχεια εξασφαλίζεται, με την παραχώρηση συνολικής πρόσβασης, σε κάθε τμήμα των πληροφοριών, στον καθένα. Η συνέχεια προσφέρει πληροφορίες, που καθένας γνωρίζει. Ενημερώνονται 48 ώρες, μετά την εμφάνισή τους, στους τηλέγραφους και οι άνθρωποι "της πρόσβασης στις πληροφορίες" θα όφειλαν να δώσουν την μάχη, για την πρόσβασή τους, στην στρατηγική αντίληψη. Θα όφειλαν να έχουν αίσθηση, για το πώς διαμορφώνεται η πολιτική, και μάλιστα, μια συνεκτική πολιτική και όχι τα ασήμαντα καθημερινά πράγματα, στα οποία έχουμε την τάση να ειδικευόμαστε. Και εάν θέλουμε να θεσμοποιήσουμε (την εξωτερική πολιτική), αυτό πρέπει να θέλουμε να κάνουμε, αυτό επιζητεί το κάθε σύστημα. Γι' αυτό ζητήσαμε να παρίστανται, εδώ, σήμερα, όλοι οι βοηθοί του υπουργού, που δεν έχουν πλήρη αποτυχία, όπως σημείωσα, όσον αφορά τις γραμματείες περιφερειακής ανάλυσης, διότι είναι, πράγματι, στην δική τους αρμοδιότητα, στο δικό τους τμήμα, να φροντίσουν, ώστε να υπάρξει η απαιτούμενη γνώση, αλλά, πάνω απ' όλα, να πραγματοποιείται η απαιτούμενη προσέγγιση. Διότι, χωρίς αυτήν, δεν πρόκειται, απλά, να είμαστε ένας χρήσιμος οργανισμός.

Έτσι λοιπόν, αυτό εξαρτάται, από την όποια δημιουργικότητα προωθεί ο υπουργός. Και αυτό είναι πολύ επισφαλές, ως εργαλείο, για μια κανονική διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής, σε μια περίοδο, που επικρατούν οι τεχνικές. Αυτό εννοώ, με την "θεσμοποίηση" και σας το λέω, όχι, σαν κριτική, για να παραπονεθώ, για συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά προκειμένου να αντλήσουμε τα κατάλληλα μαθήματα. Όποιος έχει διαφορετική άποψη, για την πολιτική, που ακολουθείται, αυτή η άποψη πρέπει να φτάσει, σε εμάς. Εάν δεν φτάσει, σε εμένα, τότε οι διαδικασίες είναι σοβαρά λανθασμένες. Αντιμετωπίζω, θετικά, τις διαφορετικές προτάσεις. Είναι ο μόνος τρόπος, για να διδάσκομαι και για να μπορώ να ελέγχω τις αντιλήψεις μου.

Ένα από τα παράδοξα, σε αυτή την κατάσταση, ήταν ότι έμαθα ένα σωρό διαφορετικές ιδέες, που, ποτέ, δεν έφτασαν επάνω, σε εμένα και ότι, όσο μπορώ να ελέγξω, δεν διατυπώθηκαν, ποτέ, σε κανέναν, που μπορούσε να μου τις μεταφέρει, έτσι ώστε υπήρχε μεγαλύτερη ειλικρίνεια, στις συζητήσεις, με τον Τύπο, παρά, στις συζητήσεις, με το υπουργείο.

Δεν επιμένω, σε μια μονολιθική προσέγγιση, μέσα στο υπουργείο. Ακριβώς, το αντίθετο. Και εάν δεν ορμήσουμε, αμέσως και δεν βιαστούμε να μπούμε, στην μάχη, πριν γνωρίσουμε τα γεγονότα και πριν δούμε πώς είναι μοιρασμένα τα χαρτιά, τότε, μπορούμε να έχουμε μια ορθολογική συζήτηση. Όσοι εργάστηκαν μαζί μου, σ' αυτή την κρίση , αυτή η ομάδα, που είχε καλές επιδόσεις, γνωρίζουν ότι ξοδεύαμε, τουλάχιστον, μια ώρα, κάθε ημέρα, όχι για να συζητούμε τακτικές, πάνω στο τραπέζι, αλλά, αναλύοντας ποιά ήταν η ισορροπία δυνάμεων, που έπρεπε να κατευθυνθούμε, τί εξελίξεις θα υπήρχαν και τα τοιαύτα.

Λοιπόν, θέλω όλα αυτά τα πολλά, θέλω ελεύθερη συζήτηση, μέσα στο υπουργείο. Αλλά θα καταστήσω υπεύθυνους τους υφυπουργούς, για την θέση, που λαμβάνει το υπουργείο, στον έξω κόσμο.

Πολλά από αυτά θα χαθούν, μέσα στον πανικό. Σχεδόν όλα. Τα εκλαμβάνω, σαν μια αντανάκλαση της περηφάνιας, που αισθάνεται το υπουργείο, για την δουλειά του και πάνω απ' όλα, εάν μπορούν να εστιάσουν, στην πραγματικότητα, σαν ουσιαστικά θέματα. Και τα ουσιαστικά θέματα δεν είναι, εάν το τελευταίο τηλεγράφημα έχει κάποια έξυπνη απόχρωση. Τα πραγματικά θέματα είναι :

Μπορούμε να αντιληφθούμε το αμερικανικό εθνικό συμφέρον, με τον ορθό τρόπο;

Μπορούμε να βλέπουμε δυο εβδομάδες μπροστά, κατά την διάρκεια μιας κρίσης, ή, απλώς, ζούμε την κάθε ημέρα αντιδρώντας, στην βάση της οποιασδήποτε αναφοράς;

Νομίζω ότι είναι σαφές, πως ο,τιδήποτε ρυθμίστηκε, σ' αυτή την κρίση οφείλεται σ' εμάς.

Την νύχτα της περασμένης Δευτέρας ο Τζο (Σίσκο) και εγώ επεξεργαστήκαμε έναν συμβιβασμό, ανάμεσα σε μια κατάσταση, στην οποία, ενώ, ήδη, είχαν δώσει οι Βρετανοί ένα τελεσίγραφο, επρόκειτο να αποσυρθούν. Δεν θα μπορούσαμε, ποτέ, να το είχαμε κάνει, εάν δεν εμμέναμε, στην τακτική θέση, σύμφωνα με την οποία μόνο εμείς, από όλα τα άλλα μέρη, ήμαστε αποδεκτοί, σε όλα τα άλλα μέρη.

Και μέσω όλων αυτών, κρατήσαμε τους Σοβιετικούς εκτός και έχουμε, για άλλη μια φορά, διευθετήσει μια κρίση, στην ανατολική Μεσόγειο, δείχνοντας την ουσιαστική άγνοια της σοβιετικής ισχύος, όσον αφορά την περιοχή αυτή, κάτι που θα μας ωφελήσει, πάρα πολύ, στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων, στην Μέση Ανατολή, που θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Λοιπόν, όχι μόνο δεν έχουμε λόγο να απολογούμαστε, για οτιδήποτε, αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν καλύτερα, από όσο μπορούσαμε να τα σχεδιάσουμε, μέχρι τώρα. Αλλά, εάν κοιτάξουμε μπροστά, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε, τώρα:
Ποια θα είναι η ισορροπία δυνάμεων, στην Ελλάδα;
Πρέπει να αναρωτηθούμε: Τι θα συμβεί όταν ο Παπανδρέου και όλες του οι δυνάμεις αρχίσουν να κινούνται;
Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε την κεντρική κυβέρνηση εκεί; Τι θα συμβεί στον ελληνικό στρατό;
Το ερώτημα αυτό δεν έχει την έννοια "Θα αναλάβει πάλι την εξουσία;" Νομίζω ότι (οι στρατιωτικοί) έχουν εξαχρειωθεί πολύ. Ο κίνδυνος θα είναι, εντελώς, αντίθετος και θα είναι ακραία εθνικιστές και ίσως, με μια ακαδημαϊκή έννοια. Αλλά αυτά είναι τα ερωτήματα, που έπρεπε να θέσω. (Δεν είμαι υποχρεωμένος να ξέρω και την απάντηση, σε κάθε ερώτημα, που θέτω.)

Όσον αφορά την Τουρκία, θα οφείλαμε να κοιτάξουμε μπροστά, όχι, σε ό,τι οι Τούρκοι κάνουν στον βορρά και στον νότο, στην βόρεια Κύπρο, την οποία ενοχλήσαμε αρκετά, αλλά, στο πού θα βρίσκονται δύο μήνες, μετά την επίλυση αυτού του προβλήματος, σε σχέση, με τους εθνικιστές, που αναπτύσσονται, εκεί και τις δυνατότητες, που αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει, για αλλαγές, στον προσανατολισμό.

Ελισσόμαστε, σήμερα, βάσει της καλύτερης κρίσης μας, σχετικά με αυτές τις τάσεις και όχι βάσει των υστερικών τηλεφωνημάτων, που παίρνουμε από διάφορους διοικητές, οι οποίοι, πάντα σχεδόν, ξεπερνιούνται από τα γεγονότα. Σε δύο περιπτώσεις ήσαν στα πρόθυρα να περάσουν ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, εναντίον της Τουρκίας, βάσει ενεργειών, που, ακόμα, δεν είχαν κάνει (οι Τούρκοι).

Θα θυμόσαστε εκείνη την νύχτα, στο Μεξικό.

κ. Κιούμπιτς : Ναι, ναι.

Henry Kissinger : Ε, λοιπόν, αυτό δεν είναι, ακριβώς, η σωστή διαμόρφωση της πολιτικής. Αυτό σημαίνει "παίζω με τη γαλαρία".Και ήταν πράξη που, συμπτωματικά, ποτέ, δεν έκαναν.

Λοιπόν, είπα αρκετά. Γι' αυτό σας έφερα όλους μαζί, αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω ότι είμαι, εντελώς, αποφασισμένος να εφαρμόσω, στην πράξη, την στάση, που περιέγραψα και θα ψάξω, για ανθρώπους, που μπορούν να κρατήσουν αυτή την στάση. Εδώ δεν είναι λέσχη, δεν είναι φοιτητικός σύλλογος, δεν είναι συνεδρίαση διδακτικού προσωπικού. Το υπουργείο έχει τους καλύτερους ανθρώπους, στην πόλη και πρέπει να συμπεριφέρονται, αναλόγως - και όταν συμβαίνει αυτό, ούτε η Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων, ούτε το υπουργείο θα πρέπει να αναρωτηθούν, εάν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, διότι κανείς δεν θα εξυπηρετούσε τίποτε άλλο, πλην του δικού του συμφέροντος, εργαζόμενος μαζί μας, και αυτό είναι το πώς θα έπρεπε να κάνουμε τις αναλύσεις μας.

Διδάχτηκα, ελπίζω, κάποια μαθήματα, για τις δικές μου ενέργειες και θα προσπαθήσω να τις βελτιώσω. Έχω ζητήσει από όλους όσους συμμετέχουν, να γράψουν κριτικές, για την άποψή μου, όσον αφορά το τι πρέπει να βελτιωθεί, έτσι, για να μη λέω ότι ο έβδομος όροφος συμπεριφέρθηκε αλάνθαστα.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα, σχετικό, με την εσωτερική κατάσταση, που αντιμετωπίζουμε. Έχουμε υποχρέωση να αποδείξουμε ότι υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων - και δεν είναι η μοναδική -, που ανησυχεί, για το εθνικό συμφέρον. Οφείλουμε, στο κοινό, το ύψιστο, που έχει το δικαίωμα να προσδοκά η χώρα, από την Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων.

Κανείς άλλος;

Εντάξει, τελειώσαμε."

Ότι ο Χένρυ Κίσσινγκερ είναι ένας παθολογικός ψεύτης, ένας σημαίνων ανταγωνιστής του βαρώνου Μυνχάουζεν, δεν χρειάζεται η ανάγνωση του κειμένου αυτού, για να το καταλάβουμε. Όλη η πολιτεία του ανδρός είναι γεμάτη από ψέμματα, τα οποία συνοδεύονται και από εγκλήματα, για τα οποία θα έπρεπε να δώσει λόγο, σε κάποιο διεθνές ποινικό δικαστήριο, αλλά, δυστυχώς, θα αποφύγει μια τέτοια βάσανο, την οποία και θα άξιζε.

Όμως, η συστηματική καταστροφή των κρίσιμων εγγράφων, στην οποία προβαίνει το αμερικανικό κράτος - όπως και όλα τα κράτη -, που χαρακτηρίζονται, ως απόρρητα, που προορίζονται, μόνο, για τον αποδέκτη τους (τον υπουργό και τον πρόεδρο), κατά την διαχείριση των όποιων κρίσεων, όπως, επίσης και το γεγονός ότι πολλά, από τα πεπραγμένα, κατά την διάρκεια των κρίσεων, δεν καταγράφονται και δεν καταχωρούνται κάπου, μένοντας, ως προφορική παράδοση, μεταξύ των πρωταγωνιστών, οι οποίοι τα κρύβουν και τα παίρνουν μαζύ τους, στον τάφο τους, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον καλοπροαίρετο ερευνητή, στην πεποίθηση ότι ο Χένρυ Κίσσινγκερ αδικείται, όταν του χρεώνεται η διχοτόμηση της Κύπρου. Ή ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να πράξει κάτι, για να την αποτρέψει.

Φυσικά, η ύπαρξη, η διάσωση - από τον ίδιο τον Κίσσινγκερ - και η δημοσιοποίηση του ενημερωτικού σημειώματος Sonnenfeldt και ο χάρτης της Κύπρου, ανατρέπουν όλο αυτό το σκηνικό, που προσπάθησε να στήσει ο Κίσσινγκερ, την 5/8/1974. Το σημείωμα (το Μνημόνιο, το Σχέδιο) Σόννενφελντ καταγράφει τις αληθείς προθέσεις και επιδιώξεις της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας - δηλαδή του ίδιου του Κίσσινγκερ, ως υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., αφού, εκείνη την εποχή ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον, ασχολούμενος, με το δικό του βαρύ πολιτικό και προσωπικό πρόβλημα, που του είχε δημιουργήσει η αποκάλυψη του σκανδάλου Watergate, αδιαφορούσε, για όλα τα άλλα, παραδίδοντας την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, αποκλειστικά, στον επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Νίξον, άλλωστε, θα παραιτηθεί, στις 9 Αυγούστου 1973 και ο διάδοχός του, ο μη εκλεγμένος (ούτε, ως αντιπρόεδρος) πρόεδρος Gerald Ford, θα συνεχίσει την ίδια πολιτική του προκατόχου του, αφήνοντας την αποκλειστική διαχείριση των εξωτερικών ζητημάτων, στον Κίσσινγκερ.

Ο Κίσσινγκερ, εκφράζοντας τις θέσεις του αμερικανικού κράτους και της πολιτικοδιπλωματικής ελίτ του, δεν έκανε τίποτε περισσότερο, από το να επιδιώξει την διχοτόμηση της Κύπρου και την αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό περιγράφει το σημείωμα του Σόννενφελντ και αυτό είναι, που προτείνει.

Άλλωστε, προϋπόθεση της διχοτόμησης του νησιού ήταν η αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου, την οποία ο Χένρυ Κίσσινγκερ εξασφάλισε, ευθύς εξ αρχής, πριν, κατά και μετά την τουρκική εισβολή, στέλνοντας, αρχικά, τον υφυπουργό του, τον Τζόζεφ Σίσκο, στην Αθήνα και στην Άγκυρα, αφού το σύνολο της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, που πρακτόρευε τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και του ΝΑΤΟ, αποδέχτηκε και έκανε πράξη την απαίτηση των Αμερικανών, για την μη διεξαγωγή πολέμου, με την Τουρκία, την εγκατάλειψη του ελληνοκυπριακού πληθυσμού, στην τύχη του και την διχοτόμηση του νησιού, όπως έπραξε και ο αρχηγός της Ε.Σ.Α. Δημήτριος Ιωαννίδης, που, επίσης, αποδέχτηκε, έστω και με την όποια (μικρή, ή μεγάλη) δυσκολία, την απαίτηση αυτή, αφού και ο ίδιος, είχε εξυπηρετήσει και ουσιαστικά, πρακτόρευε τα ίδια συμφέροντα.

Ο Τζόζεφ Σίσκο επικαλέστηκε την ήττα του ελληνικού στρατού, ως επιχείρημα, το οποίο υπήρξε βολικό, για τους, από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, διορισμένους στρατιωτικούς ηγέτες και τον πρόεδρο του δικτατορικού καθεστώτος, οι οποίοι, όπως ο ίδιος ο Ιωαννίδης έχει πει, τον πούλησαν και πρόδωσαν την πατρίδα, παραδίδοντας το 1/3 της Κύπρου, στα χέρια των εισβολέων.

Το Μνημόνιο του, τότε, υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ, περιγράφει, για μια, ακόμη, φορά, την προδοτική στάση και την, απίστευτα, ταπεινωτική κατάσταση εκείνης της θλιβερής στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία παρέδωσε την Κύπρο, στους εισβολείς. Στις 14 Αυγούστου 1974, παρά τις προσπάθειες της νέας πολιτικής ηγεσίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του ίδιου του Ευάγγελου Αβέρωφ, οι στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας ήσαν αποφασισμένοι να πράξουν αυτό που έπραξαν και τον Ιούλιο του 1974 : Να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, σύμφωνα με τις επιθυμίες των Αμερικανών. Και το έπραξαν, αφού και η κυβέρνηση Καραμανλή υπήρξε φοβισμένη και διστακτική.

Φυσικά, οι ευθύνες του ίδιου του Δημήτριου Ιωαννίδη είναι βαρύτατες. Πρωτ' απ' όλα, για το γεγονός ότι πραγματοποίησε το πραξικόπημα, κατά του Μακαρίου, στις 15/7/1974, εμπιστευόμενος το τοπικό κλιμάκιο της CIA (δηλαδή τον περιβόητο Gust Avrakotos), με το οποίο ήταν, σε άμεση επαφή και του οποίου ήταν και ο ίδιος μέλος και εδέχετο τακτική - σχεδόν καθημερινή, θα μπορούσε να πει κάποιος - καθοδήγηση, αφού η CIA έλεγχε τον Ιωαννίδη, όπως έχει δηλώσει, επίσημα και ο Αμερικανός πρέσβης, στην Αθήνα Χένρυ Τάσκα.

Αλλά οι ευθύνες του Ιωαννίδη είναι βαρύτατατες, επίσης, για το γεγονός ότι επέτρεψε, στην στρατιωτική ηγεσία, την οποία είχε ο ίδιος διορίσει, να εφαρμόσει το σχέδιο των Αμερικανών, για την αποτροπή του ελληνοτουρκικού πολέμου, και την εγκατάλειψη της Κύπρου, στις διαθέσεις των Τούρκων εισβολέων, με την απόσυρση των αεροναυτικών δυνάμεων αποτροπής και απόκρουσης της απόβασης των τουρκικών δυνάμεων, στο νησί.

Καλύτερα, από όλους γνώριζε ο Δημήτριος Ιωαννίδης ότι η τουρκική απόβαση θα απετρέπετο και όλος ο τουρκικός στόλος, που την επιχειρούσε, θα βυθιζόταν, εάν εμπλέκονταν οι ελληνικές ναυτικές, υποβρύχιες και αεροπορικές δυνάμεις. Το αστείο και συνάμα, το τραγικό είναι ότι, μετά το πραξικόπημα της 15/7/1974, ο Ιωαννίδης έδωσε εμπιστοσύνη, στις αμερικανικές διαβεβαιώσεις, που του δόθηκαν, μέσω της CIA, ότι ο αμερικανικός 6ος Στόλος θα παρεμπόδιζε οποιαδήποτε απόπειρα των Τούρκων να πραγματοποιήσουν απόβαση, στην Κύπρο και γι' αυτό δεν είχαν σταλεί ελληνικές ναυτικές δυνάμεις και υποβρύχια, στην περιοχή.

Φυσικά, ο στόλος των Η.Π.Α. δεν πήγε, στην περιοχή, για να εμποδίσει το τουρκικό πολεμικό ναυτικό να πραγματοποιήσει την απόβαση στην Κυρήνεια. Φρόντισε ο Κίσσινγκερ να μην πάει.

Αυτό, άλλωστε, το επισήμανε ο ίδιος ο Δημήτριος Ιωαννίδης, στον Τζόζεφ Σίσκο, το πρωΐ της 20/7/1974, στον 3ο όροφο, στο Πεντάγωνο, λέγοντάς του, με έντονο ύφος, ότι "Μας εξαπατήσατε, όπως κάνατε και προ ημερών, όταν μας υποσχεθήκατε ότι ο έκτος στόλος θα περιπολούσε στα στενά της Μερσίνας, ώστε να αποτρέψει τουρκική αποβατική ενέργεια", για να ακολουθήσουν ο Φαίδων Γκιζίκης και ο υπουργός της κυβέρνησης του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου Κωνσταντίνος Κυπραίος, οι οποίοι απείλησαν (μπλοφάροντας, φυσικά), με έξοδο της Ελλάδας, από το ΝΑΤΟ και με την κήρυξη πολέμου, με την Τουρκία, την ίδια στιγμή, που ο Σίσκο, ζητούσε να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να μην προχωρήσουν, σε οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια και τους διαβεβαίωνε ότι ίδιος και ο Κίσσινγκερ θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν, από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη 1.500 ανδρών, για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ.

Ούτε και η νίκη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, σε έναν γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο, ήταν δεδομένη, από απόψεως ισχύος και οπλικών συστημάτων. Οι συσχετισμοί στην ποιότητα των όπλων, ιδιαίτερα στην Αεροπορία και στο Ναυτικό, ήσαν συντριπτικοί, για την Τουρκία, η οποία υστερούσε, σε όλα τα επίπεδα, αφού τα 22 Φάντομ, που είχε η ελληνική πολεμική αεροπορία και τα οποία πετούσαν, με ταχύτητα 700 χλμ., την ώρα ήσαν, μακράν, γρηγορότερα, από τα F-104, F-100 και F-84 που είχαν οι Τούρκοι, εξασφάλιζαν την υπεροπλία, στον αέρα και θα κατανικούσαν την τουρκική πολεμική αεροπορία. Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό είχε περισσότερα αντιτορπιλικά, από το τουρκικό, αλλά η ελληνική συντριπτική υπεροχή υπήρχε, εξ αιτίας των 8 γερμανικών υποβρυχίων, από τα οποία τα 4 ήσαν σύγχρονα (ενώ οι Τούρκοι είχαν κάτι ερείπια, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), όπως, επίσης και εξ αιτίας των γαλλικών πυραυλακάτων, που είχαν, μόλις, παραληφθεί.

Αλλά και στον στρατό, εκεί, δηλαδή, που η Τουρκία υπερτερούσε, σε ένα επίπεδο 3 : 1, δεν υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα, εξ αιτίας του γεγονότος ότι το μέτωπο ήταν περιορισμένο, στον Εβρο. Τα γαλλικά άρματα μάχης ΑΜΧ, που είχε ο ελληνικός στρατός, ήσαν πιο γρήγορα και πιο σύγχρονα, από τα αμερικανικά Μ-47, που είχε ο τουρκικός στρατός, ενώ οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν πολεμική εμπειρία, από την περίοδο 1940 -1949, ενώ οι Τούρκοι δεν είχαν.

Αλλά, για να κάνει κάποιος έναν πόλεμο και για να τον κερδίσει, πρέπει να έχει ικανό επιτελείο. Αυτό το επιτελείο, τότε, δεν υπήρξε. Προτίμησε να ρίψει τις ασπίδες και να υπακούσει, στον υπερατλαντικό αυθέντη του, στον εργοδότη, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετούσε. Με αυτό το επιτελείο, ακόμη και αν γινόταν ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος, η ήττα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων θα ήταν δεδομένη, αφού οι άνθρωποι αυτοί θα έβρισκαν τον τρόπο να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του αφεντικού τους.

Έτσι, μπορεί ο Ιωαννίδης να διέταξε τον αρχηγό του Ναυτικού Πέτρο Αραπάκη να στείλει, αμέσως, τα μισά υποβρύχια, από τα Δωδεκάνησα, στην Κύπρο, με σκοπό να βουλιάξουν τα τουρκικά πλοία και τον αρχηγό της Αεροπορίας Αλέξανδρο Παπανικολάου να στείλει τα πρώτα 6 Φάντομ, από την Κρήτη, για να βομβαρδίσουν τους τουρκικούς στόχους, στην Κύπρο και ο,τιδήποτε πετούσε εκεί, αλλά όλη η στρατιωτική ηγεσία τον έγραψε εκεί, που δεν πιάνει μελάνι.

Δεν έγινε τίποτε απ’ όλ’ αυτά, επειδή, όπως λέει ο ίδιος ο Ιωαννίδης, "μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Όπως πληροφορήθηκα, εκ των υστέρων, οι τρεις αρχηγοί, μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έρθουν, σε αντιπαράθεση, με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και ο Παπανικολάου να μην σηκωθεί, ούτε ένα αεροπλάνο. Στην συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα, από τον αρχηγό του Στρατού αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε κι οι άλλοι συμφώνησαν, να παραδώσουν την εξουσία, στους πολιτικούς".

Φυσικά, δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία, για τον ίδιο τον Ιωαννίδη. Δεν αντέδρασε και αποδέχτηκε αυτό, που ο ίδιος αποκαλεί προδοσία. Και αυτό το έπραξε, επειδή θέλησε και αυτός να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του υπερατλαντικού αυθέντη, ο οποίος, η άληθεια είναι ότι έκανε καλά την δουλειά του. Μια δουλειά, που την σχεδίαζε, από καιρό, από τότε, που ο πρόεδρος Lyndon Baines Johnson έβριζε, σκαιότατα και απειλούσε, με δικτατορία, τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα η CIA να φέρει, στην εξουσία, την χούντα των πρακτόρων της, της οποίας ο ίδιος ο Ιωαννίδης ήταν εξέχον μέλος.

Έτσι, οι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί του - οι οποίοι, προφανώς, είναι αληθείς - ότι "εάν μιλούσε και οι Έλληνες ήξεραν το τι πραγματικά, γνώριζε εκείνος, εάν ήξεραν το τι, πραγματικά συνέβη, θα γινόντουσαν κομμουνιστές και θα ήθελαν η Ελλάδα να φύγει, από το δυτικό στρατόπεδο", δείχνουν ότι και με αυτή του την στάση, δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του υπερατλαντικού αυθέντη του, τον οποίο και ο ίδιος υπηρέτησε... 



Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας και το σχόλιό σας. Παρακαλούμε να γράφετε με ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια με τα λεγόμενα γκρίκλις θα διαγράφονται.